Ο έλεγχος και η σημασία των σκέψεων στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

Obsessive-Compulsive Disorder

Ο έλεγχος και η σημασία των σκέψεων στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας είναι μια αρκετά συνηθισμένη ψυχική διαταραχή. Συναντάται περίπου στο 
1-2% του γενικού πληθυσμού, ενώ περισσότεροι άνθρωποι από αυτό το ποσοστό είναι πιθανόν να βιώνουν κάποια από τα συμπτώματα της διαταραχής χωρίς, ωστόσο να πληρούν τα κριτήρια διαταραχής. 

Το γνωσιακό μοντέλο για την ΙΨΑΔ, την εξηγεί ως εξής : Οι ψυχαναγκασμοί προκύπτουν από ανεπιθύμητες σκέψεις, εικόνες ή ενορμήσεις, οι οποίες εισβάλλουν στην σκέψη του ατόμου χωρίς να το θέλει και συνήθως έχουν απαράδεκτο, αγχογόνο και όχι χαρακτηριστικό για το άτομο περιεχόμενο. Αυτοί οι ψυχαναγκασμοί, ως επί το πλείστον, αφορούν την πιθανότητα μόλυνσης από κάποιο μικροοργανισμό, τη σιχασιά, την αμφιβολία, την επιθετική συμπεριφορά, τραυματισμό, σκέψεις σεξουαλικού περιεχομένου ή και σκέψεις θρησκευτικού περιεχομένου που χαρακτηρίζονται ως βλάσφημες. 

Ωστόσο η εξέλιξη αυτών των σκέψεων σε παθολογικούς καταναγκασμούς εξαρτάται από την αξιολόγηση τους. Αν μια παρεισφρητική σκέψη, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν θεωρηθεί άσχετη και χωρίς νόημα, τότε είναι πιθανό το άτομο να την αγνοήσει. Από την άλλη αν αυτή η νοητική εισβολή θεωρηθεί σημαντική απειλή περιλαμβάνοντας κάποια πιθανή δράση ή συνέπεια που μπορεί το άτομο να αποτρέψει, τότε θα θεωρήσει τον εαυτό του υπεύθυνο να ενεργήσει ώστε να απεμπλακεί από αυτή τη στρεσογόνα και επικίνδυνη κατάσταση. 

Η παραπάνω λανθασμένη αξιολόγηση της σημασίας της σκέψης θα οδηγήσει σε μια σειρά καταναγκασμών ή σε κάποια άλλου είδους συμπεριφορά εξουδετέρωσης, η οποία θεωρητικά θα μειώσει τα επίπεδα άγχους ή θα αποτρέψει κάποια ολέθρια συνέπεια. Αν και αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να οδηγήσουν σε μια άμεση αγχόλυση και ταυτόχρονα το άτομο να θεωρεί ότι κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση μακροπρόθεσμα το άτομο ενδίδει σε ένα φαύλο κύκλο καταναγκασμών αυξανόμενης έντασης και συχνότητας. 

Η λανθασμένη αυτή επεξεργασία των παρεισφρητικών  σκέψεων έχει πλέον κατηγοριοποιηθεί σε έξι γνωσιακά σφάλματα από το Obsessive Compulsive Cognitions Working Group. 

  • Υπερβολική αίσθηση ευθύνης.

Το άτομο θεωρεί ότι εκείνο έχει τη δύναμη και άρα την ευθύνη να επιφέρει είτε να αποτρέψει αρνητικές επιπτώσεις. 

  • Υπερβολική σημασία των σκέψεων.

Η ύπαρξη συγκεκριμένων σκέψεων θεωρείται υπερβολικά σημαντική και αξιολογείται συχνά σαν γεγονός είτε σαν βεβαιότητα.

  • Υπερεκτίμηση κινδύνου.

Ο κίνδυνος αξιολογείται είτε ως πιο πιθανός είτε ως πιο σοβαρός.

  • Σημασία στον έλεγχο των σκέψεων. 

Το άτομο θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι σε θέση να ελέγξει τη σκέψη του και δυσφορεί όταν αδυνατεί.

  • Μη ανοχή στην αβεβαιότητα.

Το άτομο πιστεύει ότι δεν θα καταφέρει να αντιδράσει σε μη προβλέψιμα γεγονότα και έχει ως πρωταρχική ανάγκη τη βεβαιότητα. 

  • Τελειομανία.

Η τάση του ανθρώπου να πιστεύει ότι υπάρχει η τέλεια λύση σε κάθε πρόβλημα και αυτό όχι μόνο είναι δυνατό αλλά και απαραίτητο. Σε διαφορετική περίπτωση θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις.

Μέσω αυτή της γνωσιακής επεξεργασίας το άτομο ενδίδει όλο και περισσότερο στο φαύλο κύκλο της ΙΨΑΔ, θεωρώντας ότι αυτό είναι το λογικό, το “σωστό” να κάνει, χωρίς να αξιολογεί την πιθανότητα, οι σκέψεις του να είναι απλά σκέψεις, οι οποίες είναι φυσικό να περνάνε μέσα από το μυαλό του, όπως περνούσαν και πριν, αλλά δεν είχε θεωρήσει σημαντικό να τις νοηματοδοτήσει. Η αναγνώριση των νοερών αυτών σφαλμάτων σκοπό έχει να αντιληφθεί το άτομο τον τρόπο με τον οποίο η επεξεργασία αυτή τον “σέρνει” σε συμπεριφορές , οι οποίες εγκαθιδρύουν όλο και περισσότερο τη διαταραχή στη ζωή του. 


Βιβλιογραφία:

Clark, D. A. (2004). Cognitive behavior therapy for OCD. New York: Guilford Press. 

Clark, D.A., Beck, A.T. (2010). Cognitive Therapy of Anxiety Disorders: Science and Practice. New York: Guilford Press. 

Salkovskis, P. M. (1999). Under- standing and treating obsessive– compulsive disorder. Behaviour Research and Therapy, 37, S29– S52. 

Μοιράσου το άρθρο:

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή: Ζώντας με την ανησυχία.

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή: Ζώντας με την ανησυχία.


Η ανησυχία είναι μια ψυχική κατάσταση που, υπό φυσιολογικές συνθήκες συμβαίνει ανάλογα με τα γεγονότα και η ένταση είναι σχετική με το μέγεθός του αντιλαμβανόμενου κινδύνου- πρόκλησης. Τι συμβαίνει όμως όταν, είτε είναι δυσανάλογη των γεγονότων και απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας είτε οδηγεί σε δυσλειτουργικά μοτίβα συμπεριφοράς, τα οπόια δεν καταλήγουν στην λύση των προβλημάτων;

Η πρώτη ένδειξη για την γενικεύμενη αγχώδη διαταραχή είναι η έντονη ανησυχία, η οποία αντανακλά τους προβληματισμούς του ατόμου σε αρκετές περιστάσεις. Το άτομο βιώνει μια συνεχόμενη και ιδιαίτερα ενοχλητική ανησυχία σε καθημερινή βάση, της οποίας χαρακτηριστικό είναι η διασπορά της σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα η δουλειά, η οικογένεια ακόμα και στόχοι που μπορεί να έχει στο μυαλό του το άτομο ότι κινδυνεύουν. Ακόμη, είναι αρκετά πιθανό να συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα, όπως κόπωση, δυσκολία στον ύπνο, ενώ συχνά παρουσιάζονται και συμπτώματα κρίσεων πανικού.

Φαίνεται να υπάρχει γενετική και ιδιοσυγκρασιακή προδιάθεση της διαταραχής, ωστόσο τεράστιας σημασίας είναι το περιβάλλον στο οποίο έχει εκδηλωθεί. Για παράδειγμα, ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον, όπου ο έξω κόσμος θεωρείται επικίνδυνος, είναι αρκετά πιθανό να μάθει ότι χρειάζεται να βρίσκεται διαρκώς σε «επιφυλακή»- ανησυχία ώστε να επιβιώσει. Από την άλλη, ακόμα και σε ένα πλαίσιο που δεν ευνοεί αυτόν τον τρόπο σκέψης, μπορεί να αναπτυχθεί η διαταραχή ύστερα από ένα τραυματικό γεγονός.

Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) είναι συνήθως εμφανής στο άτομο, λόγω της υψηλής αντιλαμβανόμενης δυσφορίας αλλά και της εκπτώσης στην λειτουργικότητα του. Η ανησυχία είναι τόσο έντονη που δυσκολεύει το άτομο στην καθημερινότητα του, διαταράσσει την ροή της σκέψης τους και το απομακρύνει εντέλει από τους στόχους του. Λόγω των παραπάνω, είναι συχνό να συνδυάζεται με συναισθήματα λύπης, απόγνωσης κ.λπ.

Η ΓΑΔ βασίζεται σε δυσλειτουργικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό και τον κόσμο. Μερικά παραδείγματα:

    • Δεν θα είμαι ικανός να ανταπεξέλθω σε ένα αρνητικό γεγονός όταν μου συμβεί.
    • Είναι πιθανότερο να μου συμβούν αρνητικά γεγονότα που απειλούν τον στόχο μου.
    • Είναι πολύ σημαντικό να είμαι έτοιμος για κάθε αναπάντεχο γεγονός που μπορεί να μου συμβεί.
    • Η ανησυχία με βοηθάει να λύνω τα προβλήματα και να προετοιμάζομαι για το χειρότερο.

Σε γενικές γραμμές οι πεποιθήσεις κινούνται στην δυσκολία αυτών των ατόμων να ανεχθούν την αβεβαιότητα της ζωής και στην πεποίθηση ότι πρέπει να έχουν τον έλεγχο των εσωτερικών αλλά και των εξωτερικών ερεθισμάτων.

Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία είναι ιδιαίτερα βοηθητική στην θεραπεία της ΓΑΔ. H θεραπεία στοχεύει στις πεποιθήσεις του ατόμου σχετικά με την απειλή, όπως εκείνο την αντιλαμβάνεται και τις αρνητικές συνέπειες που σχετίζονται με αβέβαιες και διφορούμενες μελλοντικές αρνητικές εκβάσεις, ταυτόχρονα με αρνητικές πεποιθήσεις σχετικά με την ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη φύση της ανησυχίας. Μέσω τεχνικών, το άτομο οδηγείται:

    • Στην μείωση της υπερδιέγερσης που προκαλεί η συνεχής ανησυχία.

    • Στην διερερεύνηση και αντιμετώπιση των φόβων του θεραπευόμενου.

    • Στην τροποποίηση της σκέψης.

    • Στην διαχείρηση της ανησυχίας

    • Στην ανάπτυξη συναισθηματικής ανθεκτικότητας.

    • Στην εκμάθηση αποτελεσματικών τρόπων επίλυσης προβλημάτων.

Η ψυχοθεραπεία, είναι ένας τρόπος ώστε να μάθει το άτομο να “διαβάζει” τον κόσμο με έναν εναλλακτικό, πιο βοηθητικό τρόπο και στην περίπτωση αυτής της διαταραχής είναι αυτό που προσφέρει την λύση στον «επικίνδυνο» κόσμο που έχει δομήσει στην σκέψη του.

Βιβλιογραφία.

Clark, D.A., Beck, A.T. (2010). Cognitive Therapy of Anxiety Disorders: Science and Practice. New York: The Guilford Press.

Leahy, R.L., Holland, S.J.F., McGinn, L.K. (2011). Treatment Plans and Interventions for Depression and Anxiety Disorders. (2ed.). New York: Guilford Publications.

Μοιράσου το άρθρο:

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin

Διαταραχές διατροφής: Όταν το βάρος γίνεται εμμονή.

Test

Διαταραχές διατροφής: Όταν το βάρος γίνεται εμμονή.

Η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, σπανίως σχετίζεται με αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη. Τις περισσότερες φορές έχει να κάνει με την εικόνα που έχουμε διαμορφώσει στο μυαλό μας, η οποία έχει αναπτυχθεί μέσω των εμπειριών μας. Διαχρονικά τα πρότυπα ομορφίας αλλάζουν ανάλογα με την κοινωνία, χωρίς αυτά πάντα να εναρμονίζονται με το τι είναι συμβατό και καλό για την σωματική αλλά και ψυχική υγεία μας. Τι συμβαίνει όμως όταν η προσκόλληση σε όποιου είδους πρότυπο επηρεάζει με δυσλειτουργικό τρόπο την σκέψη και την συμπεριφορά μας και οδηγει σε μια ψυχογενή διαταραχή διατροφής ;

Στις διαταραχές διατροφής συμπεριλαμβάνεται η νευρική ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία και η διαταραχή της υπερφαγίας. Οι διαταραχές διατροφής είναι από τη φύση τους διαταραχές που προκύπτουν από δυσλειτουργικά μοτίβα σκέψης. Ο βασικός τους κορμός είναι η έμμονη παρατήρηση του σώματος, του βάρους και ο έλεγχος τους. Τα άτομα που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές είναι επικριτικά σε μεγάλο βαθμό, με τον εαυτό τους, αμφισβητούν την προσωπική του αξία, η οποία έρχεται σε άμεση σύνδεση με την εμφάνιση τους και με την ικανότητα τους στο να ελέγχουν το σώμα τους.

Συγκεκριμένα, τα άτομα απασχολουνται σε πολύ μεγάλο βαθμό με το σώμα τους, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στο συνεχή έλεγχο και απαξιώση του σώματος και στην συνεχή εστιάση της προσοχής μερούς του σώματος που δεν είναι ευχαριστημένα. Σε κάποιες περιπτώσεις , συμβαίνει το αντίθετο. Δηλαδή, αποφεύγουν ντα παρατηρήσουν τον εαυτό τους υποθέτωντας ότι είναι άσχημα και λιγότερο ελκυστικά. Τόσο ο έλεγχος αλλά και η αποφυγή οδηγεί στην διατήρηση του δυσλειτουργικού ενδιαφέροντος σχετικά με το σώμα και το βάρος. Η σύγκριση με τους άλλους είναι μια συνηθισμένη στρατηγική ελέγχου της πραγματικότητας, ωστόσο λόγω των διαστρεβλώσεων μη ρεαλιστική, λειτουργώντας επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα της μη ανεπάρκειας. Οι περισσότεροι άνθρωποι, μάλιστα, φοβούνται το να πάρουν βάρος είτε σαν πιθανότητα, είτε ως πραγματικότητα και επανειλλημένα αισθάνονται «χοντροί».

Ως υπεραναπλήρωση- αντιστάθμισμα αυτών των απαξιωτικών σκέψεων τα άτομα με διατροφική διαταραχή, όπως η νευρική ανορεξία, συχνά καταφεύγουν σε διαίτες με ελάχιστες θερμίδες και υπερβολική άσκηση σε βαθμό εξάντλησης, οι οποίες χαρίζουν «το ψευδές» αλλά πολυπόθητο αίσθημα ελέγχου πάνω στο σώμα και στο βάρος. Από την άλλη σε άλλες περιπτώσεις είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο υπερφαγικών κρίσεων, όπου τεράστια ποσότητα φαγητού καταναλώνεται και έχει ως κοινό παρονομαστή το αίσθημα ενοχής και την ενίσχυση της αντιλαμβανόμενης ανεπάρκειας. Οι υπερφαγικές κρίσεις, στην βουλιμία ακολουθούνται είτε από βίαη απώλεια της τροφής μέσω εμετού ή χρήσης καθαρτικών είτε σε ακόμη μεγαλύτερη αποστέρηση τροφής ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο της αδυναμίας ελέγχου του σώματος.

Πέρα από τις διαταραχές διατροφής που στοχεύουν μέσω της συμπεριφοράς σε ένα πρότυπο «αδύνατου» σώματος, πλεόν αναγνωρίζεται ως διαταραχή διατροφής και η υπερφαγία. Δηλαδή, όταν το άτομο καταναλώνει μια μεγάλη ποσότητα τροφής, περισσότερη από αυτοί που θα άντεχαν οι πιο πολλοί, ενώ παράλληλα δεν έχει την αίσθηση ελέγχου. Το σώμα ένος ατόμου που πάσχει από υπερφαγία περιμένουμε να είναι υπέρβαρο, λόγω της έλλειψης αντιρροπιστικών στρατηγικών όπως γίνεται κατά την βουλιμία. Συνήθως ,τα υπερφαγικά άτομα νιώθουν δυσφορία και ντροπή για τις κρίσεις τους αλλά και για το βάρος τους, πράγμα ωστόσο που δεν τους διευκολύνει στην απώλεια βάρους από την στιγμή που η ενοχή ενισχύει τον φαύλο κύκλων των επεισοδίων.

Οι διατροφικές διαταραχές επηρεάζουν εξαιτίας των δυσλειτουργικών μοτίβων σκέψης τόσο την διάθεση όσο και την συμπεριφορά. Με την βοήθεια της ψυχοθεραπείας το άτομο καταφέρνει την αλλαγή αυτών των μοτίβων μέσω ανάλυσης συμπεριφοράς και επικοινωνίας των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που αυτή επιφέρει. Η ψυχοεκπαίδευση γύρω από τις επιπτώσεις του «ελέγχου» αλλά και των αντιρροπιστικών συμπεριφορών είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε να τεθεί η βάση για την εναλλακτική σκέψη σχετικά με το σώμα και το βάρος. Το άτομο μαθαίνει σταδιακά να μην επικεντρώνεται με τόσο εμμονικό τρόπο στο «πρόβλημα» του σώματος και να παρατηρήσει τις αλλαγές που προκύπτουν από αυτό.

Τέλος, είναι πολύ σημαντική η συνεργασία με την οικογένεια, ιδιαίτερα εάν το άτομο με την διαταραχή είναι στην εφηβεία. Η οικογένεια ενθαρρύνεται να μην ασχολείται με τις διατροφικές συνήθειες του, να αποφεύγονται τα σχόλια σχετικά με το φαγητό κατά την διάρκεια των γευμάτων και να μην προετοιμάζονται για αυτό ιδιαίτερα γεύματα. Τα παραπανω στοχεύουν στο να αποσυρθεί η προσοχή από το σύμπτωμα, ώστε να μειωθούν τα δευτερογενή ωφέλη που μπορεί να εγκλωβίζουν το άτομο.

Ωστόσο, λόγω των παθολογικών συμπτωμάτων- επιπτώσεων αυτών των διαταραχών είναι απαραίτητη και η ταυτόχρονη συνεργασία και παρακολούθηση από επαγγελματία διατροφολόγο- διαιτολόγο, ο οποίος είναι σε θέση να διαχειριστεί αυτά τα συμπτώματα, να κρίνει την επικινδυνότητα καθώς σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται ενδονοσοκομειακή νοσηλεία αλλά και να εμπλέξει το άτομο σε ένα υγιές μοντέλο διατροφός χωρίς να είναι αυτοσκοπός το τέλειο φαινομενικά σώμα που ήταν ο προηγούμενος του στόχος.

 

Βιβλιογραφία:

Abraham, S., Llewellyn- Jones, D. (1990). Η αλήθεια για τις διαταραχές της διατροφής, Αθήνα: Εκδόσεις Χατζηνικολή

Fairburn, C. G. (2008). Cognitive behavior therapy and eating disorders. New York: Guilford Press.

Fairburn, C.G., Cooper, Z., Shafran, R. (2003) Cognitive behaviour therapy for eating disorders: a “transdiagnostic” theory and treatment. Behavior Research and Therapy, 41(5), 509-528.

Μοιράσου το άρθρο:

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin