Κατερίνα Χατζηαντωνίου – CBT Ψυχολόγος

Διαταραχές διατροφής: Όταν το βάρος γίνεται εμμονή.

Η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, σπανίως σχετίζεται με αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη. Τις περισσότερες φορές έχει να κάνει με την εικόνα που έχουμε διαμορφώσει στο μυαλό μας, η οποία έχει αναπτυχθεί μέσω των εμπειριών μας. Διαχρονικά τα πρότυπα ομορφίας αλλάζουν ανάλογα με την κοινωνία, χωρίς αυτά πάντα να εναρμονίζονται με το τι είναι συμβατό και καλό για την σωματική αλλά και ψυχική υγεία μας. Τι συμβαίνει όμως όταν η προσκόλληση σε όποιου είδους πρότυπο επηρεάζει με δυσλειτουργικό τρόπο την σκέψη και την συμπεριφορά μας και οδηγει σε μια ψυχογενή διαταραχή διατροφής ;

Στις διαταραχές διατροφής συμπεριλαμβάνεται η νευρική ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία και η διαταραχή της υπερφαγίας. Οι διαταραχές διατροφής είναι από τη φύση τους διαταραχές που προκύπτουν από δυσλειτουργικά μοτίβα σκέψης. Ο βασικός τους κορμός είναι η έμμονη παρατήρηση του σώματος, του βάρους και ο έλεγχος τους. Τα άτομα που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές είναι επικριτικά σε μεγάλο βαθμό, με τον εαυτό τους, αμφισβητούν την προσωπική του αξία, η οποία έρχεται σε άμεση σύνδεση με την εμφάνιση τους και με την ικανότητα τους στο να ελέγχουν το σώμα τους.

Συγκεκριμένα, τα άτομα απασχολουνται σε πολύ μεγάλο βαθμό με το σώμα τους, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στο συνεχή έλεγχο και απαξιώση του σώματος και στην συνεχή εστιάση της προσοχής μερούς του σώματος που δεν είναι ευχαριστημένα. Σε κάποιες περιπτώσεις , συμβαίνει το αντίθετο. Δηλαδή, αποφεύγουν ντα παρατηρήσουν τον εαυτό τους υποθέτωντας ότι είναι άσχημα και λιγότερο ελκυστικά. Τόσο ο έλεγχος αλλά και η αποφυγή οδηγεί στην διατήρηση του δυσλειτουργικού ενδιαφέροντος σχετικά με το σώμα και το βάρος. Η σύγκριση με τους άλλους είναι μια συνηθισμένη στρατηγική ελέγχου της πραγματικότητας, ωστόσο λόγω των διαστρεβλώσεων μη ρεαλιστική, λειτουργώντας επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα της μη ανεπάρκειας. Οι περισσότεροι άνθρωποι, μάλιστα, φοβούνται το να πάρουν βάρος είτε σαν πιθανότητα, είτε ως πραγματικότητα και επανειλλημένα αισθάνονται «χοντροί».

Ως υπεραναπλήρωση- αντιστάθμισμα αυτών των απαξιωτικών σκέψεων τα άτομα με διατροφική διαταραχή, όπως η νευρική ανορεξία, συχνά καταφεύγουν σε διαίτες με ελάχιστες θερμίδες και υπερβολική άσκηση σε βαθμό εξάντλησης, οι οποίες χαρίζουν «το ψευδές» αλλά πολυπόθητο αίσθημα ελέγχου πάνω στο σώμα και στο βάρος. Από την άλλη σε άλλες περιπτώσεις είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο υπερφαγικών κρίσεων, όπου τεράστια ποσότητα φαγητού καταναλώνεται και έχει ως κοινό παρονομαστή το αίσθημα ενοχής και την ενίσχυση της αντιλαμβανόμενης ανεπάρκειας. Οι υπερφαγικές κρίσεις, στην βουλιμία ακολουθούνται είτε από βίαη απώλεια της τροφής μέσω εμετού ή χρήσης καθαρτικών είτε σε ακόμη μεγαλύτερη αποστέρηση τροφής ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο της αδυναμίας ελέγχου του σώματος.

Πέρα από τις διαταραχές διατροφής που στοχεύουν μέσω της συμπεριφοράς σε ένα πρότυπο «αδύνατου» σώματος, πλεόν αναγνωρίζεται ως διαταραχή διατροφής και η υπερφαγία. Δηλαδή, όταν το άτομο καταναλώνει μια μεγάλη ποσότητα τροφής, περισσότερη από αυτοί που θα άντεχαν οι πιο πολλοί, ενώ παράλληλα δεν έχει την αίσθηση ελέγχου. Το σώμα ένος ατόμου που πάσχει από υπερφαγία περιμένουμε να είναι υπέρβαρο, λόγω της έλλειψης αντιρροπιστικών στρατηγικών όπως γίνεται κατά την βουλιμία. Συνήθως ,τα υπερφαγικά άτομα νιώθουν δυσφορία και ντροπή για τις κρίσεις τους αλλά και για το βάρος τους, πράγμα ωστόσο που δεν τους διευκολύνει στην απώλεια βάρους από την στιγμή που η ενοχή ενισχύει τον φαύλο κύκλων των επεισοδίων.

Οι διατροφικές διαταραχές επηρεάζουν εξαιτίας των δυσλειτουργικών μοτίβων σκέψης τόσο την διάθεση όσο και την συμπεριφορά. Με την βοήθεια της ψυχοθεραπείας το άτομο καταφέρνει την αλλαγή αυτών των μοτίβων μέσω ανάλυσης συμπεριφοράς και επικοινωνίας των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που αυτή επιφέρει. Η ψυχοεκπαίδευση γύρω από τις επιπτώσεις του «ελέγχου» αλλά και των αντιρροπιστικών συμπεριφορών είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε να τεθεί η βάση για την εναλλακτική σκέψη σχετικά με το σώμα και το βάρος. Το άτομο μαθαίνει σταδιακά να μην επικεντρώνεται με τόσο εμμονικό τρόπο στο «πρόβλημα» του σώματος και να παρατηρήσει τις αλλαγές που προκύπτουν από αυτό.

Τέλος, είναι πολύ σημαντική η συνεργασία με την οικογένεια, ιδιαίτερα εάν το άτομο με την διαταραχή είναι στην εφηβεία. Η οικογένεια ενθαρρύνεται να μην ασχολείται με τις διατροφικές συνήθειες του, να αποφεύγονται τα σχόλια σχετικά με το φαγητό κατά την διάρκεια των γευμάτων και να μην προετοιμάζονται για αυτό ιδιαίτερα γεύματα. Τα παραπανω στοχεύουν στο να αποσυρθεί η προσοχή από το σύμπτωμα, ώστε να μειωθούν τα δευτερογενή ωφέλη που μπορεί να εγκλωβίζουν το άτομο.

Ωστόσο, λόγω των παθολογικών συμπτωμάτων- επιπτώσεων αυτών των διαταραχών είναι απαραίτητη και η ταυτόχρονη συνεργασία και παρακολούθηση από επαγγελματία διατροφολόγο- διαιτολόγο, ο οποίος είναι σε θέση να διαχειριστεί αυτά τα συμπτώματα, να κρίνει την επικινδυνότητα καθώς σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται ενδονοσοκομειακή νοσηλεία αλλά και να εμπλέξει το άτομο σε ένα υγιές μοντέλο διατροφός χωρίς να είναι αυτοσκοπός το τέλειο φαινομενικά σώμα που ήταν ο προηγούμενος του στόχος.

 

Βιβλιογραφία:

Abraham, S., Llewellyn- Jones, D. (1990). Η αλήθεια για τις διαταραχές της διατροφής, Αθήνα: Εκδόσεις Χατζηνικολή

Fairburn, C. G. (2008). Cognitive behavior therapy and eating disorders. New York: Guilford Press.

Fairburn, C.G., Cooper, Z., Shafran, R. (2003) Cognitive behaviour therapy for eating disorders: a “transdiagnostic” theory and treatment. Behavior Research and Therapy, 41(5), 509-528.

Μοιράσου το άρθρο:

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin